Η χρήση των εξαρτησιογόνων ουσιών αποτελεί, μεταξύ πολλών άλλων, ένα υγειονομικό πρόβλημα με σοβαρές ψυχολογικές και ψυχιατρικές διαστάσεις, ενώ συνοδεύεται από δυσμενέστατες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Παράλληλα, ο καρκίνος είναι μία νόσος απειλητική όχι μόνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα, αλλά και για την ψυχική υγεία. Οι ογκολογικοί ασθενείς εμφανίζουν ψυχικές διαταραχές σε υψηλά ποσοστά, με προεξάρχουσα την κατάθλιψη και τις αγχώδεις διαταραχές. Ο ρόλος των εξαρτησιογόνων ουσιών στην αιτιοπαθογένεια του καρκίνου μελετάται συστηματικά, αφού υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα που υποστηρίζουν τη μεταλλαξιογόνο δράση ορισμένων από αυτές. Η διαταραχή της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος, που πιθανόν προκαλούν ορισμένες από τις ουσίες αυτές, φαίνεται να σχετίζεται με την ογκογενετική τους δράση. Ειδικότερα, τα οπιούχα είναι οι πρώτες εξαρτησιογόνες ουσίες που ταυτοποιήθηκαν ως παράγοντες ογκογένεσης. Ωστόσο, από μελέτες πειραματoζώων έχουν υποστηριχθεί αντικρουόμενα αποτελέσματα· για παράδειγμα παρατηρήθηκε όχι μόνον ενίσχυση αλλά και αναστολή της διαδικασίας της αύξησης των όγκων, ανάλογα με τη δόση του χορηγούμενου οπιοειδούς, όπως της μορφίνης. Επιπροσθέτως, υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα τα οποία δείχνουν ότι η χρήση της ινδικής κάνναβης μπορεί να σχετίζεται με τον καρκίνο είτε ως αυτόνομος παράγοντας είτε σε σχέση με άλλα μεταλλαξιογόνα, όμως δεν είναι ακόμη σαφές σε ποιον βαθμό αυτές οι δράσεις της ουσίας μπορεί να συνδέονται με τη νόσο, ειδικά αφού συνυπολογισθούν η κατανάλωση καπνού και αλκοόλ στους συγκεκριμένους ασθενείς. Παρόλ’ αυτά έχει υποστηριχθεί ότι ορισμένα κανναβινοειδή πιθανόν να έχουν βιολογικές δράσεις που μπορούν να αξιοποιηθούν θεραπευτικά, όπως είναι οι αντικαρκινικές, χωρίς να συνοδεύονται παράλληλα από την αντίστοιχη ψυχοδραστική επίδραση της 9-τετραϋδροκανναβινόλης. Είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια ότι το αλκοόλ αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη καρκίνου στην κεφαλή και στον τράχηλο, ενώ επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι όσο μεγαλύτερη είναι η κατανάλωση του αλκοόλ, τόσο αυξάνει η θνησιμότητα από καρκίνο, και επιπλέον ότι δεν υπάρχει επίπεδο ασφαλείας στην κατανάλωση του αλκοόλ σε σχέση με τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου, δηλαδή έστω και η ελάχιστη ημερήσια κατανάλωση συνδέεται με την εμφάνιση ορισμένων μορφών της νόσου. Στον καπνό έχουν αναγνωριστεί συγκεκριμένα συστατικά που θεωρούνται καρκινογόνα και υπεύθυνα για την ανάπτυξη της νόσου με διάφορες εντοπίσεις. Επίσης, επιπλεγμένα ψυχιατρικά προβλήματα προκύπτουν από την κατάχρηση των ουσιών στους ογκολογικούς ασθενείς, είτε στα πλαίσια της αντιμετώπισης του πόνου είτε στα πλαίσια προϋπάρχοντος ψυχιατρικού ιστορικού εξάρτησης. Η λελογισμένη αξιοποίηση των οπιοειδών αναλγητικών, με διαφορετική προσέγγιση όπως προτείνεται από τους ειδικούς στην αντιμετώπιση του οξέος πόνου από τον χρόνιο πόνο των ογκολογικών ασθενών, υπαγορεύει μία προσεκτική μεν, αλλά και χωρίς δισταγμούς χρήση τους εφόσον αυτή απαιτείται ιατρικά. Παράλληλα, η κατάχρηση ουσιών όχι μόνο δυσχεραίνει τη συμμόρφωση στη θεραπεία και επιβαρύνει την πρόγνωση του καρκίνου, αλλά και αποτελεί αρνητικό παράγοντα για την ποιότητα ζωής των εν λόγω ασθενών. Η σύγχρονη σχετική βιβλιογραφία αναδεικνύει τη σημασία των κατάλληλων ψυχιατρικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της χρήσης στους ογκολογικούς ασθενείς.

Λέξεις ευρετηρίου: Εξαρτησιογόνες ουσίες, αλκοόλ, κάπνισμα, καρκίνος, ανοσοποιητικό σύστημα, πόνος.

Γ. Ι. Mουσσάς, Α.Γ. Παπαδοπούλου (σελίδα 234) - Πλήρες άρθρο (Αγγλικά)