Η χρήση διαγνωστικών εγχειριδίων στην ψυχιατρική επιβάλλεται από την έλλειψη εξετάσεων που να επιβεβαιώνουν την ψυχιατρική διάγνωση. Η διάγνωση κατά DSM-ICD, που είναι σήμερα η επικρατέστερη, έχει δεχτεί σημαντική κριτική, η οποία παραδοσιακά αφορά σε ζητήματα όπως, μεταξύ άλλων, η υποαφηγηματικότητα, ο βιολογισμός, ο «θάνατος της φαινομενολογίας» και η αμφίβολης εγκυρότητας υπερκατάτμηση της διάγνωσης. Τελευταία, και ιδίως μετά την 5η έκδοση του DSM (2013), η κριτική αυτή εστιάζει κυρίως σε ζητήματα όπως η έλλειψη εγκυρότητας, η μη-υιοθέτηση ενός διαστασιακού μοντέλου, στο γεγονός ότι το DSM δεν βασίζεται επαρκώς στη γενετική και τη νευροβιολογία, και στο ότι παρεμποδίζει μάλλον, παρά προάγει, την έρευνα πάνω στην αιτιολογία των ψυχικών παθήσεων, αποτελώντας μία «επιστημική φυλακή». Από τα παραπάνω ζητήματα, τα μεν μοιάζουν να απορρέουν από το γεγονός ότι τα οπερασιοναλιστικά (operationalist) διαγνωστικά κριτήρια συχνά υιοθετούνται κατά τρόπον άκριτο ως απόλυτη αυθεντία στη διάγνωση, αντί να αποτελούν απλώς οδηγούς, σύμφωνα με τη ρητή πρόθεση των δημιουργών τους˙ τα δε έχουν αναδειχθεί ιδιαιτέρως μετά την εμφάνιση του αμερικανικού ερευνητικού προγράμματος RDoC, το οποίο όχι μόνο δείχνει προς την κατεύθυνση μιας εναλλακτικής, περισσότερο έγκυρης, ταξινόμησης των ψυχικών διαταραχών, αλλά επίσης φιλοδοξεί να σημάνει τη μετατόπιση της ψυχιατρικής προς την λεγόμενη ιατρική ακριβείας, έχοντας ως βασικό δόγμα ότι οι ψυχικές διαταραχές είναι διαταραχές εγκεφαλικών κυκλωμάτων, οι οποίες εκφράζονται ως σύνθετα σύνδρομα. Σε αυτό το άρθρο, εξετάζεται καταρχάς το ιστορικό και επιστημολογικό πλαίσιο της εμφάνισης του DSM˙ τα επιτεύγματά του, όσον αφορά στη διαγνωστική αξιοπιστία (reliability) και την κλινική χρησιμότητα (utility), δεν υπήρξαν αμελητέα, ιδίως εάν λάβουμε υπόψη το κλίμα της οιονεί διαγνωστικής αυθαιρεσίας που χαρακτήριζε την προ του 1980 (αμερικανική) ψυχιατρική, με τις όποιες ευνόητες συνέπειες για το κύρος της ειδικότητας. Στη συνέχεια τίθεται υπό συζήτηση η δυνατότητα της νέας εποχής της γενετικής, της νευροβιολογίας και της ανάλυσης των «μεγάλων δεδομένων» (big data) να οδηγήσει σε μια νέα προσέγγιση της ψυχιατρικής διάγνωσης και ταξινόμησης, ενώ παραμένει προς το παρόν άγνωστο με ποιον τρόπο τα ευρήματά του RDoC θα μπορέσουν να οδηγήσουν και να μεταφραστούν σε ένα νέο ταξινομητικό σύστημα. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στην ιδιαιτερότητα του ψυχιατρικού αντικειμένου, στην κλινική σημασία του κατηγορικού χαρακτήρα της διάγνωσης, καθώς και στην ανάγκη για ένα «μη αναγώγιμο ψυχολογικό επίπεδο εξήγησης». Κατά την άποψή μας, η διάγνωση κατά DSM-ICD βρίσκεται σήμερα μεταξύ δύο διαφορετικών και ενδεχομένως αντίθετων απαιτήσεων και τάσεων: αφενός της απαίτησης να λαμβάνεται υπ’ όψη η ατομική, υποκειμενική και φαινομενολογική ιδιαιτερότητα του ψυχικά ασθενή (απαίτηση που ενίοτε υποτιμά την ανάγκη για κλινική επικοινωνία)· αφετέρου, του (εν πολλοίς μελλοντικού) οράματος για περισσότερη ανάλυση μεγαλύτερων βάσεων βιολογικών δεδομένων στο όνομα μιας αδιευκρίνιστης ακόμα εξατομίκευσης της θεραπείας (με την ίδια την έννοια της διάγνωσης να καθίσταται ενδεχομένως πλεονάζουσα). Τέλος, δεδομένης της ιδιαιτερότητας του ψυχιατρικού αντικειμένου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η προσέγγιση των DSM–ICD, με τις κατηγορικές διαγνώσεις και τα περιγραφικά οπερασιοναλιστικά κριτήρια, παρά τις εγγενείς ατέλειες και ανεπάρκειες, εξακολουθεί να έχει θέση στην ψυχιατρική ως αναγκαία γέφυρα/διεπιφάνεια (interface) μεταξύ κλινικής και ερευνητικών δεδομένων, ως κοινή κλινική γλώσσα, και ως επιστημικός κόμβος· και ότι οι προϋποθέσεις διαγνωστικής εγκυρότητας θα πρέπει να αναζητηθούν τόσο στα κελιά του RDoC, όσο και στις θεωρητικές προσεγγίσεις που εξετάζουν την ανθρώπινη υποκειμενικότητα ως τέτοια, συμπεριλαμβανομένης της φαινομενολογίας και της ψυχανάλυσης.
Λέξεις ευρετηρίου: Διάγνωση, DSM, κατηγορικός, big data, υποκειμενικότητα, φαινομενολογία.
Γ.Β. Μητρόπουλος (σελίδα 249)