Στην παρούσα εργασία πραγματευόμαστε την επίδραση της κοινωνικοοικονομικής κρίσης της χώρας μας στη θεραπευτική διαδικασία και συγκεκριμένα στον άξονα μεταβίβασης-αντιμεταβίβασης. Οι μεταβολές της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, οι πολιτισμικού χαρακτήρα ιδιαιτερότητες, η κατάργηση των θεσμών, η συνεχής διάψευση, η έλλειψη ορίων, η σύγχυση ρόλων, τα διάφορα οικογενειακά μυστικά που αποκαλύπτονται λόγω των «καταρρεύσεων», οι σοβαρές συγκρούσεις, η βία και η επιθετικότητα που κατακλύζουν το άτομο και αποτελούν μέρος της εσωτερικής αλλά και της εξωτερικής του πραγματικότητας, είναι γνωστοί παράγοντες κινδύνου που οδηγούν το άτομο σε μια κατάσταση τραυματική είτε λόγω της φύσης των ερεθισμάτων-απειλών που δέχεται, είτε λόγω απώλειας του διευκολυντικού-υποστηρικτικού του περιβάλλοντος. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί –κατά τη γνώμη μας– παρά να επηρεάσει και τον ψυχισμό του αναλυτή τόσο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του όσο και στις νέες και έντονες προβολές που δέχεται. Καλείται δηλαδή να ισορροπήσει ανάμεσα στα δικά του εσωτερικά αντικείμενα που, κάτω από την πίεση των συνθηκών αυτών, δραστηριοποιούν τις δικές του απωθημένες συγκρούσεις, και στις έντονες και ποικίλες προβολές του αναλυόμενου. Οι άξονες πάνω στους οποίους αναπτύσσεται η δική μας σκέψη, ως ψυχαναλυτών-θεραπευτών, αφορούν τρία επίπεδα: Καταρχάς στις εσωτερικές «μάχες» που γίνονται στον ψυχισμό του αναλυτή, όσον αφορά τα δικά του πένθη, τις ματαιώσεις και τις συγκρούσεις που σχετίζονται με τη «δική» του προσαρμογή στην τρέχουσα πραγματικότητα, καθώς και τα ιδιαίτερα πένθη που σχετίζονται με τη ναρκισσιστική του αμφισβήτηση και σε σχέση με τις προβολές παντοδυναμίας που δέχεται. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο αναρωτιόμαστε για τις αντίστοιχες «εσωτερικές μάχες» στον ψυχισμό του αναλυόμενου, και συχνά τη «συνάντησή» του με τον αναλυτή στα πλαίσια της «παράλληλης διεργασίας» (parallel process). Σ’ ένα τρίτο επίπεδο σκεφτόμαστε τις πολλαπλές, λόγω ψυχικών εντάσεων, διαδραματίσεις (ή εκδραματίσεις) και το «θεραπευτικό πλαίσιο» που δοκιμάζεται όσον αφορά τη συχνότητα, την αμοιβή, τη δυσκολία συμβολικής επεξεργασίας, την επιθετικότητα απέναντι στις ερ μηνείες και τις απαιτήσεις του αναλυτή, ως ενδοβλημένου στο Υπερεγώ αντικειμένου, που απαιτεί συμμόρφωση με ορισμένα προαπαιτούμενα. Στις θεραπείες των παιδιών και των εφήβων τα θέματα είναι ακόμα πιο πολύπλοκα καθώς η ψυχική τους κατάσταση επηρεάζεται από εκείνη των γονέων τους. Ειδικότερα, στις θεραπείες των εφήβων ο θεραπευτής δύσκολα μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο προς ταύτιση και εξιδανίκευση, όταν όλοι οι θεσμοί γύρω έχουν υποτιμηθεί, επιβεβαιώνοντας την ενοχική φαντασιωτική επιθετικότητα του εφήβου. Το ζήτημα είναι σοβαρό καθώς πρόκειται για μια καθημερινή και συνεχή διάψευση του εφήβου και θέτει σε βαθιά αμφισβήτηση τη δυνατότητα θεραπευτικής ανταπόκρισης όταν συμβαίνει και ο θεραπευτής –κάτω από το βάρος της πραγματικότητας– να συμμερίζεται ακριβώς την ίδια διάψευση. Αυτή λοιπόν η αδυναμία των γονέων ή/και των θεραπευτών, η ανικανότητά τους να επεξεργαστούν το πένθος αποτελούν πραγματικό παράγοντα κινδύνου μετάδοσης της ψυχοπαθολογίας μεταξύ των γενεών. Παρόλες όμως τις αναφερόμενες δυσκολίες ο χώρος της θεραπείας ως ένα πλαίσιο με όρια και λειτουργίες ενσυναίσθησης, απαιτείται να αποτελεί δυνητικά χώρο δημιουργίας. Μια μήτρα που θα γεννήσει νέα ψυχική ζωή και αυτή η νέα ζωή να ανθίσει. Αρκεί και οι θεραπευτές να κρατήσουν μέσα τους σταθερές τις αρχές, τις αξίες τους και την ικανότητά τους για «ονειροπόληση».
Λέξεις ευρετηρίου: Μεταβίβαση, αντιμεταβίβαση, ψυχαναλυτής, κρίση, ψυχοθεραπεία, παιδιά, έφηβοι.
Eυ. Σουμάκη, Δ.Κ. Αναγνωστόπουλος (σελίδα 257)