Η ενσυναίσθηση επανέρχεται στις μέρες μας στο επίκεντρο του θεωρητικού και κλινικού ενδιαφέροντος διαφόρων επιστημονικών κλάδων, αποτελώντας κοινό όρο σε διαφορετικές γλώσσες όπως της ψυχολογίας, της ψυχιατρικής, της κλινικής ψυχοπαθολογίας, των νευροεπιστημών, της ψυχοθεραπείας και της ψυχανάλυσης. Στη μελέτη του φαινομένου της ενσυναίσθησης είναι χρήσιμο να διακρίνουμε την ενσυναίσθηση ως μέθοδο παρατήρησης των ψυχικών φαινομένων από την ενσυναίσθηση ως συνιστώσα της θεραπείας των παθολογικών ψυχικών φαινομένων. Στην τελευταία περίπτωση πέρα από την ενσυναισθητική κατανόηση, περιλαμβάνεται και η ενσυναισθητική απαντητικότητα του θεραπευτή. Ενσυναίσθηση σημαίνει μοιράζομαι την ψυχική και συναισθηματική κατάσταση του άλλου σαν να είμαι στη θέση του. Αυτή η συμμετοχή είναι μια προσωρινή κατάσταση και αφορά στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα του συναισθηματικού βιώματος. Οι σύγχρονοι θεωρητικοί της νευροβιολογίας και της νευροσυμπεριφορικής διακρίνουν τρεις συνιστώσες στην ενσυναίσθηση: τη συναισθηματική, την κινητήρια και τη νοητική, οι οποίες αποσκοπούν στη διευκόλυνση των διαπροσωπικών σχέσεων εντός σύνθετων κοινωνικών ομάδων όπου οι διαγενεαλογικές σχέσεις μεταξύ γονέων και απογόνων είναι απαραίτητες για την επιβίωση του είδους. Ο Jaspers, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα στο μνημειώδες έργο του «Γενική Ψυχοπαθολογία», εισάγει την έννοια της ενσυναίσθησης ως ερμηνευτικό και διαγνωστικό εργαλείο στην ψυχιατρική και στην ψυχοπαθολογία, ενώ η ψυχανάλυση, κυρίως στην αρχική της πορεία, δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με αυτήν. Πιθανόν γιατί ο όρος σχετίζεται με τη διυποκειμενικότητα και τη διαπροσωπική σχέση, πεδία που σε εκείνη τη χρονική στιγμή δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικά στην ψυχαναλυτική θεωρία, η οποία στην εποχή του ιδρυτή της ψυχανάλυσης, ήταν πρωτίστως επικεντρωμένη στο «ενδοψυχικό» πεδίο. Στη συνέχεια, κυρίως με τη συνδρομή των Kohut και Greenson, αναδεικνύεται η σπουδαιότητα της έννοιας της ενσυναίσθησης στην ψυχαναλυτική κλινική και γίνεται προσπάθεια να αποσαφηνιστoύν η φύση και οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που λειτουργούν σε αυτήν τη σύνθετη διαισθητική (αισθάνομαι τον άλλον διαμέσου της μεταξύ μας επικοινωνίας) μορφή γνώσης. Η ποιότητα της σχέσης μεταξύ θεραπευτή και θεραπευομένου (θεραπευτική συμμαχία) παίζει θεμελιακό ρόλο στη θετική έκβαση κάθε μορφής ψυχοθεραπείας. Η ενσυναισθητική στάση του θεραπευτή λειτουργεί θετικά στην ποιότητα της θεραπευτικής σχέσης. Στην ψυχιατρική, η έρευνα για τον ρόλο της ενσυναίσθησης και για τους τρόπους εφαρμογής της, είναι έως σήμερα αρκετά περιορισμένη. Η απουσία ενός μοντέλου για την εφαρμογή της ενσυναίσθησης στην ψυχιατρική και ψυχοθεραπευτική πρακτική αποτελεί σημαντική πρόκληση για το μέλλον της εκπαίδευσης στην ψυχιατρική.
Λέξεις ευρετηρίου: Ενσυναίσθηση, ψυχιατρική πρακτική, θεραπευτική συμμαχία, ψυχοθεραπεία.
Γ. Εσαγιάν, Σ. Εσαγιάν-Πουφτσής, Σ.Γ. Καπρίνης (σελίδα 156)