Προς τη Σύνταξη,
Η παρούσα πανδημία έχει οδηγήσει τα συστήματα ψυχικής υγείας σε αβεβαιότητα όσον αφορά την ασφαλή συνέχιση των πρωτοκόλλων παρακολούθησης αγωγής με κλοζαπίνη. Η κλοζαπίνη αποτελεί αδιαμφισβήτητα τη μοναδική θεραπευτική επιλογή στην ανθεκτική σχιζοφρένεια1 και η αντικατάστασή της με κάποιο άλλο αντιψυχωτικό σε ασθενείς σταθεροποιημένους με κλοζαπίνη, μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερο κίνδυνο υποτροπής ή όξυνση της ψυχοπαθολογίας.1
Η κλοζαπίνη όπως είναι ήδη γνωστό έχει έναν αριθμό παρενεργειών, κάποιες από τις οποίες μπορεί να είναι σοβαρές. Οι παρενέργειες της κλοζαπίνης περιλαμβάνουν ουδετεροπενία ή ακοκκιοκυταραιμία, μυοκαρδίτιδα, πυρετό, σιελόρροια, αύξηση βάρους και δυσκοιλιότητα.2
Οι παραπάνω παρενέργειες μπορεί να εντοπιστούν και να αντιμετωπιστούν όταν αναγνωρίζονται εγκαίρως, μειώνοντας την πιθανότητα σοβαρών συνεπειών καθιστώντας απαραίτητη την εφαρμογή ενός πρωτοκόλλου παρακολούθησης ρουτίνας.3,4
Για τον λόγο αυτό απαιτείται οι ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν κλοζαπίνη, να έχουν συνεχιζόμενη προγραμματισμένη παρακολούθηση.
Έως σήμερα, δεν υπάρχουν δεδομένα για την πιθανή σχέση μεταξύ χρήσης αντιψυχωτικών φαρμάκων και κινδύνου μόλυνσης από τον SARS-COV2 ή κινδύνου ανάπτυξης σοβαρών συμπτωμάτων λοίμωξης COVID. Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι οι ασθενείς που λαμβάνουν αντιψυχωτικά, ειδικότερα κλοζαπίνη, έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης πνευμονίας, που οδηγεί στην υπόθεση ότι οι ασθενείς αυτοί μπορεί να έχουν υψηλότερο κίνδυνο να νοσήσουν από COVID-19.1
Ζυγίζοντας την αναγκαιότητα της συνεχιζόμενης παρακολούθησης έναντι του αυξημένου κινδύνου για νόσηση από COVID-19, δημοσιεύτηκε πρόσφατα μία Διεθνής Συμφωνία (Consensus) Ειδικών όπου πραγματεύεται ένα πρωτόκολλο παρακολούθησης με μειωμένο αριθμό επισκέψεων. Το Consensus αυτό προτείνει μειωμένες επισκέψεις σε δομές υγείας για αιματολογικό έλεγχο (κάθε 3 μήνες) και να καλύπτεται φαρμακευτικά ο ασθενής με συνταγή για 90 ημέρες (αν κρίνεται ασφαλές). Τα παραπάνω αφορούν ασθενείς που λαμβάνουν κλοζαπίνη ήδη για ένα χρόνο χωρίς να έχουν παρουσιάσει ουδετεροπενία. Ο κίνδυνος ουδετεροπενίας μειώνεται σημαντικά μετά από 12 μήνες σε θεραπεία με κλοζαπίνη.4
Προτείνεται σε όλες τις κλινικές κλοζαπίνης να υιοθετήσουν ένα πρωτόκολλο παρακολούθησης για όλους τους ασθενείς σε κλοζαπίνη για να διασφαλιστεί η ασφάλεια αυτών κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Πέραν του αιματολογικού ελέγχου για τον οποίο απαιτείται η επαφή με κάποιον επαγγελματία υγείας, είναι σημαντικό να πραγματοποιούνται ανά τακτά διαστήματα ραντεβού τηλεϊατρικής ώστε να αξιολογούνται τυχόν συμπτώματα λοίμωξης και δυσκοιλιότητας. Οι ασθενείς επίσης πρέπει να προτρέπονται και μάλιστα να εκπαιδεύονται από επαγγελματίες υγείας να ελέγχουν συχνά την αρτηριακή τους πίεση και τις σφίξεις. Εάν κριθεί απαραίτητο από τον θεράποντα ο ασθενής θα προσέρχεται για περαιτέρω αξιολόγηση στο νοσοκομείο.
Τελικά, ενώ οι επιπτώσεις αλλά και η διάρκεια της πανδημίας παραμένουν άγνωστες, οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας καθολικά οφείλουν να συνεργαστούν στη δημιουργία ενός ασφαλούς πρωτοκόλλου παρακολούθησης ώστε να διασφαλιστεί η συνέχιση της θεραπείας σε έναν τόσο ευάλωτο πληθυσμό.
Μαρία Νυσταζάκη
Β’ Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αττικόν, Αθήνα
Γιώργος Αλεβιζόπουλος
Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική, Τμήμα Νοσηλευτικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΓΟΝΚ Οι Άγ. Ανάργυροι, Αθήνα
Αναφορές
Πλήρες άρθρο σε pdf (Αγγλικά/Ελληνικά)