Μέχρι τα τέλη του 2020, η πανδημία COVID-19 προκάλεσε πάνω από 82 εκατομμύρια επιβεβαιωμένες μολύνσεις και περίπου 1.8 εκατομμύρια θανάτους σχετιζόμενους με COVID- 19 παγκοσμίως,1 οδηγώντας σε μία μια άνευ προηγουμένου απάντηση της δημόσιας υγείας σε όλο τον κόσμο. Η πανδημία COVID-19, σε συνδυασμό με τα εφαρμοζόμενα πολυεπίπεδα μέτρα περιορισμού, έχει δημιουργήσει ένα μοναδικό συνδυασμό απρόβλεπτου και στρεσογόνου βιοϊατρικού και κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος (π.χ. συνδημία),2 εισάγοντας μία πραγματική απειλή κατά της ζωής, ακούσιες και δραστικές καθημερινές αλλαγές στον τρόπο ζωής με αβέβαιες οικονομικές και μελλοντικές προοπτικές, μαζί με ελαχιστοποιημένες δυνατότητες αντιμετώπισης και διαχείρισης του στρες.3 Αυτός ο συνδυασμός τόσων διαφορετικών και ζωτικής σημασίας στρεσσογόνων παραγόντων μπορεί να οδηγήσει σε οξείες, αλλά και μακροπρόθεσμες, άμεσες και έμμεσες, ακόμη και δυσμενείς διαγενεακές επιπτώσεις, στη σωματική και ψυχική υγεία και λειτουργικότητα. Οι επιπτώσεις αυτές θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν την πιο επισφαλή και απρόβλεπτη συνιστώσα της πανδημίας που σχετίζεται με τη δημόσια υγεία.4 Επομένως, ειδικές πληθυσμιακές ομάδες ενδέχεται να διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο δυσμενών επιδράσεων στην υγεία, σε σχέση με τα εφαρμοζόμενα μέτρα για τη δημόσια υγεία.4, 5
Ωστόσο, δεν θα βιώσουν όλα τα άτομα το ίδιο επίπεδο αρνητικού αντίκτυπου στην υγεία και ευημερία κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς αρκετοί πρόσθετοι εθνικοί, κοινωνικοοικονομικοί, περιβαλλοντικοί, συμπεριφορικοί, συναισθηματικοί και γνωστικοί παράγοντες μπορούν να τροποποιήσουν την ατομική ανθεκτικότητα και ικανότητα αντιμετώπισης.6 Συνεπώς, η έρευνα που σχετίζεται με την πανδημία θα πρέπει να αξιολογεί, όσο το δυνατόν περισσότερους πολυδιάστατους παράγοντες κινδύνου αλλά και προστατευτικούς παράγοντες, με έναν διαχρονικό, μεγάλης κλίμακας και πολυεθνικό τρόπο, που θα επιτρέψει τη βαθιά και ολοκληρωμένη κατανόηση των πολύπλοκων επιπτώσεων της πανδημίας στην υγεία και την κοινωνία παγκοσμίως.7

Εντούτοις, μέχρι σήμερα, τα περισσότερα ερευνητικά ευρήματα βασίζονται σε μελέτες διατομής, αναφέρονται σε μικρά και μη αντιπροσωπευτικά δείγματα από μεμονωμένες χώρες ή αφορούν συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες (π.χ. εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας, φοιτητές, κλινικοί πληθυσμοί) και συνήθως αξιολογούν μόνο ένα πολύ περιορισμένο αριθμό εκβάσεων και χρονικών σημείων. Συνεπώς, μόνο λίγες μελέτες αξιολογούν τις στρατηγικές αντιμετώπισης, το ιατρικό ιστορικό ή λεπτομερή κοινωνικοοικονομικά, δημογραφικά και περιβαλλοντικά δεδομένα. Επιπλέον, οι περισσότερες μελέτες αγνοούν τις γλωσσικές διαφορές, όντας διαθέσιμες σε μία ή στην καλύτερη περίπτωση σε δύο διαφορετικές γλώσσες. Τέτοιου είδους έρευνες με μικρό αριθμό εκβάσεων, εντός ενός στενού πλαισίου, αποκλείουν μια ευρύτερη και σαφή κατανόηση των πολύπλευρων επιπτώσεων πανδημίας στο γενικό πληθυσμό και σε συγκεκριμένες υποομάδες. Αναγνωρίζοντας τα κενά στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, μία μεγάλης κλίμακας, συνεργατική έρευνα που συλλέγει και παρακολουθεί μακροπρόθεσμα, σε πραγματικό χρόνο, ένα ευρύ φάσμα πολυδιάστατων δεδομένων για την υγεία, την κοινωνία και τη συμπεριφορά από χώρες σε όλο τον κόσμο, είναι επί του παρόντος αναμφισβήτητα αναγκαία.

Η Συνεργατική Μελέτη για την Υγεία και τη Λειτουργικότητα σε περιόδους Μεταδοτικών Λοιμώξεων (COH-FIT) φιλοδοξεί να καλύψει αυτό το κενό. Με βάση μια εύκολα προσβάσιμη ιστοσελίδα (www.coh-fit.com), η COH-FIT αποτελεί την επί του παρόντος μεγαλύτερης κλίμακας διεθνή συνεργατική μελέτη. Σε αυτήν συνεργάζονται πάνω από 200 ερευνητές σε όλο τον κόσμο, συλλέγοντας προοπτικά το μεγαλύτερο σύνολο πολυδιάστατων και διεπιστημονικών δεδομένων από 150 χώρες υψηλού, μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος, σε περισσότερες από 30 γλώσσες και σε τρεις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες (ενήλικες, έφηβοι, παιδιά) του γενικού πληθυσμού, εστιάζοντας, επίσης, σε σχετικές υποομάδες κινδύνου. Αν και πρόκειται για μια ανώνυμη έρευνα διατομής σε ατομικό επίπεδο, είναι μια μακροχρόνια μελέτη σε επίπεδο πληθυσμού, καθώς τα δεδομένα συλλέγονται συνεχώς από τον Απρίλιο του 2020 και έως ότου ο ΠΟΥ κηρύξει το τέλος της πανδημίας. Εκτός από τη δειγματοληψία χιονοστιβάδας, συλλέγονται επίσης στοιχεία από εθνικά αντιπροσωπευτικά δείγματα. Επιπλέον, η COH-FIT είναι η πρώτη μελέτη αυτής της κλίμακας που ερευνά τις επιπτώσεις της πανδημίας στην υγεία και τη λειτουργικότητα μεταξύ των μελών της οικογένειας. Αξιολογεί ενδελεχώς, επίσης, μία πλειάδα παραγόντων συμπεριφοράς και αντιμετώπισης (π.χ. χρόνος μπροστά στην οθόνη, χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σωματική δραστηριότητα, κοινωνική αλληλεπίδραση, θρησκευτικές πρακτικές κ.λπ.) και την επίδρασή τους στις υπό διερεύνηση εκβάσεις. Η COH-FIT παρακολουθεί τις αλλαγές στα περιοριστικά μέτρα για τη δημόσια υγεία, προκειμένου να εναρμονίσει τα δεδομένα μεταξύ των εθνών και της εξέλιξης του χρόνου, και να διερευνήσει καλύτερα τον αντίκτυπό τους στη σωματική και ψυχική υγεία. Επιπρόσθετα, συλλέγει πληροφορίες σχετικά με τις αλλαγές στη λειτουργία των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης στις διάφορες χώρες. Το πρόγραμμα COH-FIT ξεκίνησε για πρώτη φορά παγκοσμίως στην Ελλάδα, μετά την έγκριση της επιτροπής δεοντολογίας του Τμήματος Ιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και υποστηρίζεται επίσημα από την Ελληνική Ψυχιατρική Ένωση, την Ευρωπαϊκή Ψυχιατρική Ένωση, την Παγκόσμια Ένωση Κοινωνικής Ψυχιατρικής, το Δίκτυο για την Πρόληψη Ψυχικών Διαταραχών και την Προαγωγή Ψυχικής Υγείας του ECNP, μεταξύ πολλών άλλων εθνικών και διεθνών επιστημονικών συλλόγων. Μέχρι σήμερα, η COH-FIT έχει ήδη συγκεντρώσει >115.000 συμμετέχοντες σε όλο τον κόσμο (>8.000 στην Ελλάδα), αλλά χρειάζονται ακόμη περισσότεροι, τόσο κατά τη διάρκεια του δεύτερου όσο και του τρίτου κύματος της πανδημίας, όπως και στο μέλλον, μετά το τέλος της πανδημίας.

Επί του παρόντος, η έρευνα COH-FIT συλλέγει ενεργά το μεγαλύτερο δείγμα πολυπαραγοντικών δεδομένων σχετικά με τις επιπτώσεις της πανδημίας COVD-19 στην υγεία και τη λειτουργικότητα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλο τον κόσμο. Ο διεξοδικός σχεδιασμός της COH-FIT και παρόμοιων μελετών, μπορεί να διευκολύνει την αναγνώριση βασικών παραμέτρων και πληθυσμιακών ομάδων υψηλού κινδύνου κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς και πιθανούς στόχους για άμεσες και μακροπρόθεσμες στρατηγικές πρόληψης ή παρέμβασης, τόσο στην τρέχουσα όσο και σε πιθανές μελλοντικές πανδημίες. Μια βαθιά κατανόηση των επιπτώσεων της πανδημίας στην υγεία και την κοινωνία θα μπορούσε να διευκολύνει τη βελτιστοποίηση της κυβερνητικής, κοινωνικής και ατομικής ετοιμότητας για την υγεία, κατά τη διάρκεια της περιόδου μολύνσης8, καθώς και τη γεφύρωση των ατομικών, των κοινωνικών και συστημικών αναγκών και δράσεων μέσω της ανάπτυξης πολυεπίπεδων κατευθυντήριων οδηγιών που θα στοχεύουν στη βελτίωση των παραμέτρων της ψυχικής υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αγοραστός Αγοραστός
Επίκουρος Καθηγητής Ψυχιατρικής Β’ Ψυχιατρική Κλινική, Τμήμα Ιατρικής Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ελλάδα

Κωνσταντίνος Τσαμάκης
Επιστημονικός συνεργάτης
Institute of Psychiatry, Psychology and Neuroscience,
King's College London, UK

Marco Solmi
Assistant Professor of Psychiatry
Department of Neuroscience, University of Padua, Italy

Christoph U. Correll
Professor of Child and Adolescent Psychiatry
Department of Child & Adolescent Psychiatry, Psychotherapy and Psychosomatics,
Charité University Medical Center Berlin, Germany
Professor of Psychiatry and Molecular Medicine
Donald and Barbara Zucker School of Medicine at Hofstra/Northwell Hempstead, NY, USA

Βασίλειος-Παντελεήμων Μποζίκας
Καθηγητής Ψυχιατρικής
Β’ Ψυχιατρική Κλινική, Τμήμα Ιατρικής
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ελλάδα

 

Πλήρες άρθρο σε pdf (Αγγλικά/Ελληνικά)