Το κοινωνικό στίγμα έχει ορισθεί εδώ και αρκετά χρόνια από τον Ervin Goffman ως ένα χαρακτηριστικό, το οποίο είναι βαθιά δυσφημιστικό και υποβιβάζει τον άνθρωπο που το φέρει από μια θέση ολοκληρωμένου και κανονικού ατόμου σε μια θέση φθαρμένου ατόμου, ακατάλληλου να αποτελεί μέρος της κοινωνίας.1 Καθώς το στίγμα διατρέχει τον χρόνο και τον τόπο και έχει καταγραφεί και σε άλλα κοινωνικά είδη, όπως τα μυρμήγκια και οι χιμπατζήδες, μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι εξυπηρετεί τη δυνατότητα προσαρμογής των οργανισμών. Οι Neuberg και συνεργάτες2 έχουν διατυπώσει την υπόθεση ότι οι άνθρωποι παράγουν το στίγμα ως άμυνα απέναντι σε απειλές της εύρυθμης λειτουργίας της ομάδας, με την περίπτωση των μεταδοτικών λοιμώξεων να είναι χαρακτηριστική. Μια παρόμοια εξήγηση έχει διατυπωθεί και από άλλους ερευνητές που θεωρούν πως το στίγμα αποτελεί μετεξέλιξη μηχανισμών αποφυγής της νόσου.3 Επομένως δεν προκαλεί έκπληξη πως η φυματίωση, το HIV/AIDS και η λέπρα έχουν περιβληθεί από στίγμα και διακρίσεις4,5 Πιο πρόσφατα, άτομα που επιβίωσαν της νόσησης από τον ιό Ebola την περίοδο 2013- 2016, ήρθαν αντιμέτωπα με κοινωνικό αποκλεισμό και δυσκολίες στην ανεύρεση και διατήρηση της εργασίας τους μετά την ανάρρωση.6
Αυτή την περίοδο, η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζει μια τεράστιας εμβέλειας πρόκληση παλεύοντας με την πανδημία της COVID-19. Ακόμη και από τα πολύ αρχικά στάδια της έξαρσης της πανδημίας, μέτρα φυσικής και κοινωνικής απόστασης υιοθετήθηκαν προκειμένου να ελεγχθεί η διασπορά του ιού, τα οποία κυμαίνονταν από τη διατήρηση φυσικής απόστασης μέχρι αυστηρά lockdown. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά συχνά μπορούν να κλιμακωθούν ανεξέλεγκτα και να πάρουν τη μορφή στιγματιστικών συμπεριφορών και διακρίσεων (είναι γνωστό εξάλλου ότι η επιθυμητή κοινωνική απόσταση αποτελεί έναν βασικό δείκτη κοινωνικού στιγματισμού) σε βάρος όσων έχουν νοσήσει από COVID-19, τους συγγενείς και τους φροντιστές τους, με τα Ηνωμένα Έθνη να αναφέρουν πως «ο φόβος, οι φήμες και το στίγμα» αποτελούν τις βασικές προκλήσεις που περιβάλλουν την COVID-19.7 Πέραν της ψυχικής δυσφορίας που βιώνουν τα άτομα που φέρουν το στίγμα, εξαιτίας του φόβου επικείμενου στιγματισμού μπορεί να κρύβουν την ασθένεια, να αποφεύγουν ή να καθυστερούν την αναζήτηση βοήθειας από επαγγελματία υγείας ή τη διενέργεια εξετάσεων ανίχνευσης του ιού μέχρι να νοσήσουν βαριά, ενώ μπορεί επίσης να είναι απρόθυμα να συνεργαστούν με τις αρχές για την ιχνηλάτηση των επαφών τους. Επομένως η έγκαιρη αναγνώριση και διαχείριση του στίγματος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας αποτελεσματικής στρατηγικής υγείας για την τρέχουσα πανδημία.
Παρά τη σημασία του στίγματος της COVID-19, η υπάρχουσα έρευνα είναι ελλιπής. Από την οπτική γωνία των ατόμων που στιγματίζονται, μια έρευνα στην Κίνα8 κατέδειξε πως τα άτομα που νόσησαν από COVID-19 βίωσαν αυξημένα επίπεδα συνολικού στίγματος, κοινωνικής απόρριψης, οικονομικής ανασφάλειας, εσωτερικευμένης ντροπής και κοινωνικής απομόνωσης συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου των «υγιών» ατόμων. Από την οπτική γωνία του γενικού πληθυσμού, μελέτη στις ΗΠΑ9 ανέδειξε χαμηλά επίπεδα αναμενόμενου στίγματος και στερεοτύπων σχετικά με την COVID-19, ωστόσο αυτοί που ανέφεραν περισσότερο στιγματιστικές στάσεις ήταν λιγότερο πιθανό να υποβληθούν σε test ανίχνευσης για τον κορωνοϊό. Καθίσταται επομένως σαφές ότι η διεθνής βιβλιογραφία αναφορικά με το στίγμα της COVID-19 βρίσκεται ακόμα στην αρχή της.
Σε αυτό το πλαίσιο, στην Α΄ Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών διενεργήσαμε μελέτη για τις στάσεις του γενικού πληθυσμού απέναντι στη νόσο COVID-19 και την ψυχική ασθένεια. Η μελέτη χρηματοδοτείται από την Περιφέρεια Αττικής και τα ευρήματά της αναμένεται να συμβάλουν στον σχεδιασμό και την υλοποίηση κατάλληλων αντι-στιγματιστικών παρεμβάσεων. Καθώς η φυσική απόσταση και η κοινωνική απόσταση αλληλοσυνδέονται, με ορισμένους ερευνητές και επαγγελματίες να χρησιμοποιούν τους δυο όρους εναλλάξ, ενώ παράλληλα η κοινωνική απόσταση αποτελεί επίσης ένα μέτρο προστασίας από την COVID-19, διερευνήσαμε επίσης τις στάσεις και την επιθυμητή κοινωνική απόσταση από τα άτομα που ανάρρωσαν από τη νόσο. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με δεδομένα από έρευνες στο πεδίο του στίγματος που συνοδεύει άλλες ασθένειες, φαίνεται ότι στιγματιστικές στάσεις και συμπεριφορές παρατηρούνται σε βάρος των ασθενών ακόμη και μετά την ανάρρωσή τους από τη νόσο.10 Επιπλέον, αντί να περιγράψουμε τις στάσεις συνολικά, μας ενδιέφερε περισσότερο να μελετήσουμε πως αποτυπώνεται το στίγμα της COVID-19 σε σχέση με την πιο στιγματισμένη-μέχρι σήμερα- νόσο, τη σοβαρή ψυχική ασθένεια.11 Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, παραμένει το ερώτημα ποια στοιχεία της σοβαρής ψυχικής ασθένειας την καθιστούν ως την πιο στιγματισμένη συγκριτικά με τις άλλες νόσους: είναι ο φόβος της τρέλας; η βαρύτητα και ο τύπος των συμπτωμάτων; η υποτιθέμενη μη θεραπευσιμότητά της; ή η χρονιότητά της;
Στη μελέτη μας, στοιχεία από δείγμα ευκολίας 370 κατοίκων της Αττικής καταδεικνύουν πως ο γενικός πληθυσμός διατηρεί πιο αρνητικές στάσεις απέναντι στα άτομα που έχουν αναρρώσει από COVID-19 απ’ ότι απέναντι στα άτομα με ψυχική νόσο. Ωστόσο, οι συμμετέχοντες ανέφεραν χαμηλότερα επίπεδα επιθυμητής κοινωνικής απόστασης από τα άτομα που έχουν αναρρώσει από COVID-19 συγκριτικά με εκείνα από ψυχική νόσο σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις διαβαθμιζόμενης εγγύτητας. Ωστόσο, η διαφορά ανάμεσα στις δύο ευάλωτες ομάδες βρέθηκε να μειώνεται όσο ο βαθμός εγγύτητας επίσης μειωνόταν. Συνεπώς, η επιθυμητή κοινωνική απόσταση από τα άτομα που νόσησαν από COVID-19 ήταν πιο ευδιάκριτη στις εφήμερες κοινωνικές επαφές, όπως το να ξεκινήσει κανείς συζήτηση με έναν άγνωστο.
Καταδεικνύεται επομένως σαφώς από την έρευνά μας ότι η κοινωνική και φυσική απόσταση αποτελούν προς το παρόν περισσότερο ένα μέτρο προστασίας της δημόσιας ψυχικής υγείας παρά μια έκφανση στίγματος. Για τις κοινωνικές επαφές μεγαλύτερης εγγύτητας, που συχνά αποτελούν ένδειξη διακρίσεων, το να έχει αναρρώσει κανείς από COVID-19 δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για αλληλεπίδραση. Τα ευρήματα μπορούν να εξηγηθούν από την οξεία και συγκεκριμένης μικρής διάρκειας (μη χρόνια) φύση της νόσου, τόσο όσον αφορά στα συμπτώματα όσο και στην περίοδο των 10 ημερών από την έναρξη των συμπτωμάτων, όπου η νόσος θεωρείται μεταδοτική. Ωστόσο, λόγω των αναδυόμενων ερευνητικών δεδομένων που τεκμηριώνουν την έννοια της μακροχρόνιας COVID-19, η οποία ορίζεται ως η διατήρηση των συμπτωμάτων για 3 εβδομάδες μετά τη μόλυνση,12 αυτή η άποψη ενδέχεται σύντομα να αλλάξει. Επιπλέον, καθώς υπάρχουν πολλά διαθέσιμα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας, όπως η χρήση μάσκας, οι διαγνωστικές εξετάσεις και ο εμβολιασμός, τα άτομα που μολύνονται είναι πιο πιθανό να κατηγορηθούν για τη μόλυνση από τη νόσο και έτσι να θεωρηθούν υπεύθυνα για αυτήν, σύμφωνα με τη Θεωρία Απόδοσης Αιτιών.13 Πιο συγκεκριμένα, συγκλίνοντα ευρήματα από τη μελέτη του στίγματος σε διάφορες ασθένειες και καταστάσεις δείχνουν ότι όταν μια ασθένεια ή μια συνθήκη, όπως η οικονομική δυσπραγία, αποδίδεται σε εσωτερικές αιτίες, δηλαδή εντός της σφαίρας επιρροής και ευθύνης του ιδίου του ατόμου, σε σύγκριση με εξωτερικές, ο γενικός πληθυσμός είναι πιο πιθανό να υιοθετήσει στιγματιστικές στάσεις.14-16 Ως εκ τούτου, καθώς οι στάσεις απέναντι στη νόσο COVID-19 είναι χειρότερες από εκείνες για την ψυχική νόσο, αν δεν σχεδιαστούν εγκαίρως κατάλληλα προσαρμοσμένες αντι-στιγματιστικές παρεμβάσεις, είναι θέμα χρόνου οι προκαταλήψεις να εξελιχθούν σε διακρίσεις με δυσμενείς συνέπειες για τους νοσούντες από τη μια αλλά και τη συνολική έκβαση της πανδημίας από την άλλη. Ταυτόχρονα και με βάση ότι η σοβαρή ψυχική ασθένεια δεν είναι απειλητική για τη ζωή και δεν είναι μεταδοτική, όπως η νόσος COVID-19, έχει ενδιαφέρον να μελετηθεί ο τρόπος με τον οποίο το στίγμα μπορεί να σχετίζεται με τους εξελικτικούς μηχανισμούς προσαρμοστικότητας και επιβίωσης, καθώς και ποια είναι τελικά εκείνα τα συστατικά στοιχεία που έχουν τη μεγαλύτερη βαρύτητα στη διαδικασία ανάπτυξης και εγκαθίδρυσης του στιγματισμού. Επομένως, η σύγκριση του στίγματος ανάμεσα στις δύο νοσολογικές οντότητες μπορεί να φωτίσει πτυχές του υποστρώματος του κοινωνικού στίγματος και να ευνοήσει τις αποτελεσματικές παρεμβάσεις μείωσης και εν τέλει εξάλειψής του.
Μαρίνα Οικονόμου
Καθηγήτρια Ψυχιατρικής
Α΄ Ψυχιατρική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών,
Αιγινήτειο Νοσοκομείο & Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας,
Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακρίβειας «Κώστας Στεφανής» (ΕΠΙΨΥ), Αθήνα
References