Η ανθεκτικότητα στη θεραπεία που παρουσιάζει συχνά η διπολική κατάθλιψη, δημιουργεί την ανάγκη για την ανάπτυξη αποτελεσματικότερων μέσων αντιμετώπισής της. Στο πλαίσιο αυτό ερευνάται κατά τα τελευταία έτη η αποτελεσματικότητα τόσο της κεταμίνης όσο και του S-εναντιομερούς της. Η ευκολία της ενδορρινικής έναντι της ενδοφλεβίου οδού χορήγησης της εσκεταμίνης οδήγησε στην έγκρισή της (από το 2019) ως θεραπευτική επιλογή στην ανθεκτική στη θεραπεία κατάθλιψη. Στους μείζονες κινδύνους που ενέχει η θεραπεία με κεταμίνη, περιλαμβάνονται η εμφάνιση ψυχωτικού τύπου συμπτωματολογίας, η πιθανότητα κατάχρησης κι εξάρτησης ύστερα από επανειλημμένη χρήση και η παροδική αλλά μη αμελητέα μεταβολή της αρτηριακής πίεσης και του καρδιακού ρυθμού, καθώς και η δυνητική τοξικότητα για το ουροθήλιο και το ήπαρ. Οι κίνδυνοι αυτοί ελαχιστοποιούνται όταν η θεραπεία δεν υπερβαίνει το ενδεδειγμένο δοσολογικό εύρος και διενεργείται από έμπειρο υγειονομικό προσωπικό. Επιπλέον, οι δυνητικοί αυτοί κίνδυνοι φαίνεται να αντισταθμίζονται αρκούντως από την αποτελεσματικότητα της κεταμίνης-εσκεταμίνης σε ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων του καταθλιπτικού συνδρόμου, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η ανηδονία, το συνοδό άγχος, η γνωσιακή έκπτωση, η αυτοκτονικότητα και η γενική λειτουργικότητα. Ωστόσο, η ανασκόπηση της τρέχουσας βιβλιογραφίας αναδεικνύει την ανάγκη εκπόνησης περισσότερων μελετών ώστε να αξιολογηθεί η συμπεριφορά του φαρμάκου σε μελέτες φάσης 4 καθώς και την εστίαση της μελλοντικής έρευνας στις μεθόδους επιμήκυνσης της διάρκειας του θεραπευτικού αποτελέσματος.

ΛΕΞΕΙΣ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΥ: Διπολική κατάθλιψη, κεταμίνη, ανθεκτική στη θεραπεία κατάθλιψη, αποτελεσματικότητα, ανεπιθύμητες ενέργειες.

Γρηγόριος Ν. Καρακατσούλης, Εύα-Μαρία Τσαπάκη, Κωνσταντίνος Ν. Φουντουλάκης

 

Πλήρες άρθρο σε pdf