Η ανάπτυξη του ανθρώπινου οργανισμού είναι μία πολυσύνθετη διαδικασία, η οποία επηρεάζεται από ένα ευρύ φάσμα αλληλεπιδράσεων μεταξύ γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Οι πρόσφατες εξελίξεις στην εμβρυϊκή, νεογνική και βρεφική μελέτη της συμπεριφορικής γενετικής σε συνδυασμό με τις εγκεφαλικές απεικονιστικές μεθόδους, έχουν επιτρέψει την πιο ενδελεχή διερεύνηση της επίδρασης του στρες και του ψυχικού τραύματος κατά τη διάρκεια της βρεφονηπιακής ηλικίας στην ανάπτυξη του εγκεφάλου. Η παρούσα ανασκόπηση εστιάζει, υπό το πρίσμα της νευροανάπτυξης, στη νευροβιολογική κατανόηση των επιπτώσεων της έκθεσης του βρέφους ή του νηπίου σε χρόνιο ψυχικό στρες για τη μετέπειτα ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη. Αρχικά δίνεται μια σύντομη ανασκόπηση της ανάπτυξης του εγκεφάλου, με επίκεντρο τις διεργασίες της νευροανάπτυξης και τις δομές του μεταιχμιακού συστήματος που συνδέονται στενά με τις συναισθηματικές εμπειρίες και αντιδράσεις, τη μνήμη και τη μάθηση. Έμφαση δίνεται στην έννοια της συναπτικής πλαστικότητας, η οποία αποτελεί τη βιολογική βάση της μνήμης και της μάθησης, που είναι οι δύο σημαντικότεροι μηχανισμοί μέσω των οποίων το περιβάλλον επηρεάζει τη συμπεριφορά. Επίσης, στην έννοια των κρίσιμων περιόδων ειδικής ευαισθησίας, δηλαδή «ευαλωτότητας» ή «ευκαιρίας», κατά τις οποίες ο εγκέφαλος είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος σε περιβαλλοντικές ή εξωγενείς επιδράσεις που μπορούν να ασκήσουν ακόμη και μη αναστρέψιμες αλλαγές στη δομή και λειτουργία νευρωνικών κυκλωμάτων, με μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δυσμενείς επιπτώσεις στην ψυχική υγεία. Η σύντομη ανασκόπηση της νευροενδοκρινολογικής απόκρισης στο στρες και των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων της παρατεταμένης έκθεσης του αναπτυσσόμενου εγκεφάλου στις ορμόνες του στρες κατά την προγεννητική και μεταγεννητική περίοδο, διευκρινίζει περαιτέρω γιατί τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα από τους ενηλίκους στις επιδράσεις του στρες. Δεδομένου ότι το οργανωτικό πλαίσιο της ανάπτυξης του παιδιού βασίζεται στη μνήμη και στη μάθηση, αναφορά γίνεται στις υποφλοιικές εγκεφαλικές δομές που επιτρέπουν και υποστηρίζουν τον σχηματισμό μνημονικών εγγραφών. Διαχωρισμός γίνεται μεταξύ της άδηλης (ασυνείδητης) μνήμης στην προ-γλωσσική περίοδο ανάπτυξης του παιδιού και της έκδηλης (συνειδητής) μνήμης που συνδέεται στενά με τη γλωσσική ανάπτυξη. Δεδομένου ότι ο αναπτυσσόμενος εγκέφαλος μεταβάλλεται συνεχώς από τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα, η έκθεση του παιδιού κατά τη βρεφονηπιακή ηλικία σε κακομεταχείριση, είτε αυτή παίρνει τη μορφή της σεξουαλικής, σωματικής ή συναισθηματικής κακοποίησης είτε τη μορφή της ακραίας παραμέλησης ή αποστέρησης, σχετίζεται με αλλαγές στη δομή και λειτουργία του εγκεφάλου, που με τη σειρά τους συμβάλλουν στην ανάπτυξη χρονίας μετατραυματικής διαταραχής του στρες, διαταραχών άγχους και διάθεσης, διαταραχών μνήμης και μάθησης, καθώς και άλλων ψυχοπαθολογικών καταστάσεων. Οι ακριβείς διαγνωστικές αξιολογήσεις παιδιών που παραπέμπονται σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας πρέπει να είναι πάγια κλινική πρακτική, καθώς μια λανθασμένη διάγνωση ενδέχεται να έχει περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις για την ψυχοκοινωνική έκβαση του παιδιού. Η ανάγκη για νευροψυχολογική εξέταση παιδιών που έχουν εκτεθεί σε πρώιμο ψυχικό τραύμα ή στρες είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς δίνει τη δυνατότητα της αναγνώρισης και κατανόησης της νευροβιολογικής επίδρασης του τραύματος και στη συνέχεια της ανάπτυξης ειδικών παρεμβάσεων που θα μειώσουν τη νευροβιολογική επίδραση του στρες.

Λέξεις ευρετηρίου: Εγκέφαλος, ανάπτυξη, στρες, ψυχικό τραύμα.

Ι. Γιαννοπούλου (σελίδα 27) - Πλήρες άρθρο