Το ποσοστό των ατόμων με νοητική καθυστέρηση στον γενικό πληθυσμό υπολογίζεται περίπου στο 2–3%, με την εφηβεία (15–20 ετών) να αποτελεί την αναπτυξιακή εκείνη περίοδο κατά την οποία παρατηρείται κορύφωση των ποσοστών της νοητικής καθυστέρησης. Ο αυξημένος αυτός επιπολασμός στην εφηβεία μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι καθορισμένες απαιτήσεις του σχολείου αρχικά και της κοινωνίας αργότερα, οδηγούν αναπόφευκτα στη συγκριτική αξιολόγηση του εφήβου με νοητική καθυστέρηση σε σχέση με τους συνομηλίκους του, καθιστώντας έτσι τη νοητική καθυστέρηση πιο εμφανή. Οι έφηβοι με νοητική καθυστέρηση αντιμετωπίζουν ένα πλήθος σωματικών και ψυχικών αναγκών, οι οποίες πολλές φορές δεν γίνονται διακριτές, με συνέπεια την επιδείνωση της ήδη επιβαρυμένης ποιότητας ζωής τους. Ειδικότερα, τα προβλήματα ψυχικής υγείας εμφανίζονται 3 με 4 φορές πιο συχνά στους εφήβους με νοητική καθυστέρηση συγκριτικά με εφήβους του γενικού πληθυσμού. Η παρούσα ανασκόπηση παρουσιάζει τα πιο πρόσφατα ευρήματα (1990–2012) των επιδημιολογικών μελετών αναφορικά με τον συσχετισμό των διαταραχών συμπεριφοράς, της χρήσης ουσιών και της πιθανής συννοσηρότητας σε εφήβους με νοητική καθυστέρηση, τόσο σε επίπεδο κοινότητας όσο και σε επίπεδο ιδρυματικής περίθαλψης. Από τα επιδημιολογικά δεδομένα προκύπτει ότι οι διαταραχές συμπεριφοράς συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των πιο συχνών μορφών ψυχοπαθολογίας σε εφήβους με νοητική καθυστέρηση, με τη σοβαρότητα και τη συμπτωματολογία τους να ποικίλλει ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε εφήβου. Αναφορικά με τη χρήση ουσιών, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι τα ποσοστά της χρήσης ουσιών (αλκοόλ, ναρκωτικές ουσίες και κάπνισμα) είναι χαμηλότερα στη συγκεκριμένη ομάδα πληθυσμού, με τις διαφορές τα τελευταία χρόνια να τείνουν να εξαλειφθούν. Τέλος, στις λίγες έρευνες που εξέτασαν τη συννοσηρότητα των διαταραχών συμπεριφοράς και χρήσης ουσιών σε εφήβους με νοητική καθυστέρηση, παρατηρήθηκαν αντιφατικά αποτελέσματα, καθώς ενώ οι διαταραχές συμπεριφοράς εξακολουθούσαν να αποτελούν μία από τις συχνότερες μορφές ψυχοπαθολογίας, οι σχετιζόμενες με τις ουσίες διαταραχές εμφάνισαν χαμηλότερες τιμές συγκριτικά με τους εφήβους με φυσιολογική νοημοσύνη και διαγνωσμένες διαταραχές της συμπεριφοράς. Οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση απλών ή σύνθετων μορφών ψυχοπαθολογίας σε εφήβους με νοητική καθυστέρηση έχουν εντοπιστεί σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο, ενώ ως προστατευτικοί παράγοντες θεωρήθηκαν τα ατομικά χαρακτηριστικά του εφήβου (επίπεδο νοητικής λειτουργίας, ικανότητα προσοχής, παρουσία κατανοητής γλωσσικής έκφρασης, γενικότερη πρόοδος μέχρι την εφηβεία), η ύπαρξη υποστηρικτικού οικογενειακού πλαισίου και η παρουσία κοινωνικής υποστήριξης και ευαισθητοποίησης με τη δημιουργία ειδικών συμβουλευτικών, εκπαιδευτικών και θεραπευτικών δομών. Για τη συγγραφή της βιβλιογραφικής ανασκόπησης, χρησιμοποιηθήκαν οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων: PubMed, Scopus, Psycinfo, Cochrane Library, Web of Science και Google Scholar. Οι λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν για την αναζήτηση της βιβλιογραφίας ήταν οι εξής: Intellectual Disability, Behavioral disorders, Adolescents, Mental Retardation, Learning disabilities, Developmental Disabilities, Disruptive behaviour disorders,Conduct disorder, Substance Abuse, Substance Misuse, Oppositional defiant disorder, Alcohol and illicit drug use, Smoking Use, Young people, Teenagers, Youths.

Λέξεις ευρετηρίου: Διαταραχές συμπεριφοράς, χρήση ουσιών, νοητική καθυστέρηση, συννοσηρότητα, έφηβοι.

Ε.Χ. Παπαχρήστου, Δ.Κ. Αναγνωστόπουλοs (σελίδα 139) - Πλήρες άρθρο