Σκοπός της μελέτης είναι η διερεύνηση της εγκυρότητας της ελληνικής εκδοχής του ερωτηματολογίου Eating Disorder Examination Questionnaire 6.0 (EDE-Q-6.0) σε δείγμα εφήβων μαθητών. Πρόκειται για ένα αυτοσυμπληρούμενο ερωτηματολόγιο με το οποίο αξιολογούνται στάσεις και συμπεριφορές που σχετίζονται με τις διαταραχές πρόσληψης τροφής. Αποτελείται από 28 ερωτήσεις. Βαθμολογούνται τόσο το συνολικό σκορ και οι 4 υποκλίμακες του ερωτηματολογίου (περιορισμός, ανησυχία για τη διατροφή, ανησυχία για το σχήμα του σώματος, ανησυχία για το βάρος του σώματος) όσο και η συχνότητα εμφάνισης επεισοδίων 6 τύπων διαταραγμένης συμπεριφοράς διατροφής [κατανάλωση ασυνήθιστα μεγάλης ποσότητας τροφής, αντισταθμιστικές συμπεριφορές (αυτοπροκαλούμενος εμετός, καταναγκαστική άσκηση, κατάχρηση καθαρτικών)]. Στα 16 σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που δέχτηκαν να συμμετάσχουν στην παρούσα έρευνα, εφαρμόστηκε ένα πρωτόκολλο δύο φάσεων. Αρχικά, 2.058 μαθητές, στη σχολική τάξη εντός μιας διδακτικής ώρας, παρουσία ενός μέλους της ερευνητικής ομάδας και ενός εκπαιδευτικού, συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο δημογραφικών χαρακτηριστικών καθώς και τις ελληνικές εκδοχές του EDE-Q-6.0 και του ΕΑΤ-26. Επιπροσθέτως, μετρήθηκε το βάρος και το ύψος τους. Βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων οι μαθητές χαρακτηρίστηκαν ως «πιθανές» (n=626) και «μη-πιθανές» (n=1432) περιπτώσεις Διαταραχών Πρόσληψης Τροφής. Συγκεκριμένα, οι μαθητές θεωρήθηκαν «πιθανές» περιπτώσεις εάν παρουσίαζαν στο ΕΑΤ-26 βαθμολογία ίση ή μεγαλύτερη του 20, εάν ήταν λιποβαρείς η εάν ήταν παχύσαρκοι. Στη δεύτερη φάση, οι γονείς των παιδιών που αναγνωρίστηκαν ως «πιθανές» περιπτώσεις καθώς και οι γονείς των παιδιών που, από το σύνολο των μαθητών που αναγνωρίστηκαν ως «μη-πιθανές» περιπτώσεις, επιλέχτηκαν ως ομάδα ελέγχου, προσκλήθηκαν να επισκεφθούν μαζί με τα παιδιά τους το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ορεστιάδας. Οι μαθητές που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου επιλέχτηκαν με τη διαδικασία της συστηματικής τυχαίας δειγματοληψίας από το δείγμα των «μη-πιθανών» περιπτώσεων. Οι γονείς 66 μαθητών –από το σύνολο των 626 μαθητών– που χαρακτηρίστηκαν ως «πιθανές περιπτώσεις», καθώς και 72 μαθητών –από το σύνολο των 358 μαθητών– που επιλέχτηκαν ως ομάδα ελέγχου, δέχτηκαν να εξεταστούν τα παιδιά τους. Η διά γνωση τέθηκε χρησιμοποιώντας την Καλύτερη Δυνατή Διαγνωστική Εκτίμηση η οποία, εκτός από την ιατρική συνέντευξη περιλαμβάνει και όλες τις πηγές πληροφοριών (π.χ. πληροφορίες από τα μέλη της οικογένειας, από το οικογενειακό ιστορικό καθώς και από ιατρικές εξετάσεις) με σκοπό την ελαχιστοποίηση των διαγνωστικών λαθών. Εφαρμόστηκε η ανάλυση Receiver Operating Characteristics (ROC) για την εξέταση της Εγκυρότητας Κριτηρίου του EDE-Q-6.0. Η Διακρίνουσα Εγκυρότητα του EDE-Q-6.0 καθώς και η Συντρέχουσα Εγκυρότητα ανάμεσα στις βαθμολογίες του EDE-Q-6.0 και του ΕΑΤ-26 αξιολογήθηκαν με το μη-παραμετρικό τεστ Mann-Whitney U αφενός, και αφετέρου με τον υπολογισμό του συντελεστή συσχέτισης Spearman. Ο συντελεστής Κάππα του Cohen χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να αξιολογηθεί ο βαθμός συμφωνίας των κατηγορικών μεταβλητών στο EDE-Q-6.0 και στη συνέντευξη, σε ό,τι αφορά στην παρουσία των επεισοδίων υπερφαγίας και των αντισταθμιστικών συμπεριφορών. Βάσει των διαγνωστικών κριτηρίων του DSM-IV-TR διαγνώστηκαν 19 περιπτώσεις Διαταραχών Πρόσληψης Τροφής (ΔΠΤ) (μία περίπτωση Ψυχογενούς Ανορεξίας, 13 περιπτώσεις ΔΠΤ Μη Καθοριζόμενη Αλλιώς και 5 περιπτώσεις Διαταραχής Επεισοδιακής Υπερφαγίας). Στο διαγνωστικό όριο 2,6125 της συνολικής βαθμολογίας η ευαισθησία, η ειδικότητα, η θετική προγνωστική αξία και η αρνητική προγνωστική αξία του EDE-Q-6.0 ήταν 89,5%, 73,1%, 34,7% και 97,8%, αντίστοιχα. Η ανάλογη ανάλυση στα δύο φύλα υπέδειξε ως «διαγνωστικό όριο» το 2,612 (για τις θήλεις) (ευαισθησία=84,62%, ειδικότητα=73,3%, θετική προγνωστική αξία=35,5%, αρνητική προγνωστική αξία= 96,5%) και 3,125 (για τους άρρενες) (ευαισθησία=83,33%, ειδικότητα=84,09%, θετική προγνωστική αξία=41,7%, αρνητική προγνωστική αξία=97,4%). Ελάχιστος και μικρός βαθμός συμφωνίας παρατηρήθηκε σε ό,τι αφορά στην παρουσία των επεισοδίων υπερφαγίας [k=0,191 (SE=0,057)] και των αντισταθμιστικών συμπεριφορών [k=0,295 (SE=0,073)]. Τόσο η συνολική βαθμολογία όσο και οι βαθμολογίες στις υποκλίμακες του EDE-Q-6.0 βρέθηκαν να συσχετίζονται θετικά με τη βαθμολογία του ΕΑΤ (Spearman's rho=0.50–0.57). Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η ελληνική εκδοχή του ερωτηματολογίου EDE-Q -6.0, στη συνολική της βαθμολογία, φαίνεται να αποτελεί ένα έγκυρο εργαλείο για την αξιολόγηση της ψυχοπαθολογίας των ΔΠΤ στους έφηβους μαθητές. Ωστόσο, η αξιολόγηση της παρουσίας και της συχνότητας των διαταραγμένων διατροφικών συμπεριφορών, που χαρακτηρίζουν τις ΔΠΤ, φαίνεται να είναι προβληματική καθώς οι έφηβοι, κυρίως οι νεότεροι, παρανοούν όρους όπως ασυνήθιστα μεγάλη ποσότητα τροφής ή αίσθηση απώλειας ελέγχου και παρερμηνεύουν την έννοια της άσκησης με έναν καταναγκαστικό τρόπο. Ως εκ τούτου, παρατηρήθηκε μεγάλη ασυμφωνία ανάμεσα σε όσα δηλώθηκαν αυτο-αναφορικά και σε όσα διαπιστώθηκαν στη συνέντευξη. Πρόσθετες πληροφορίες που θα αποσαφηνίζουν αυτούς τους όρους είναι ενδεχόμενο να συμβάλουν σε μεγιστοποίηση της ακρίβειας με την οποία οι έφηβοι θα δηλώνουν, αυτο-αναφορικά, τις εν λόγω συμπεριφορές.
Λέξεις ευρετηρίου: Διαταραχές πρόσληψης τροφής, Greek Eating Disorder Examination-Questionnaire-6.0, εγκυρότητα, έφηβοι μαθητές.
Σ. Πλιατσκίδου, M. Σαμακουρή, E. Kαλαμαρά, E. Παπαγεωργίου, K. Kουτρουβή, Χ. Γουλεμτζάκης, E. Νικολάου, M. Λειβαδίτης (σελίδα 204) - Πλήρες άρθρο (Αγγλικά)