Κοινό εύρημα πολλών μελετών αποτελεί το γεγονός ότι στις γυναίκες με διαταραχές πρόσληψης τροφής υπάρχει καθυστέρηση και δυσκολία σε πολλούς τομείς της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης κατά την εφηβεία, σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα να αναπτύσσουν πρωτογενείς ή δευτερογενείς ανεπάρκειες στη μετέπειτα σεξουαλική τους ζωή. Ένας αριθμός μελετών για τις διαταραχές πρόσληψης τροφής καταλήγει στο κοινό συμπέρασμα ότι υπάρχει διαφοροποίηση σε πολλούς τομείς της σεξουαλικότητας των πασχουσών σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, καθώς και ότι οι πάσχουσες είναι λιγότερο θετικές προς τις σεξουαλικές σχέσεις και εμπειρίες. Υπεύθυνοι γι’ αυτό είναι μια σειρά από βιολογικούς, οικογενειακούς και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Οι γυναίκες με ψυχογενή ανορεξία έχουν αρνητικές στάσεις σε σχέση με σεξουαλικά ζητήματα εν γένει αλλά και με το σώμα τους ειδικότερα, ενώ φαίνεται να αυξάνεται το σεξουαλικό τους κίνητρο όταν αυξάνεται το σωματικό τους βάρος στα πλαίσια της θεραπευτικής προσπάθειας. Ο υποσιτισμός και οι συνέπειές του στην ανθρώπινη φυσιολογία και ιδιαίτερα στη λειτουργία του εγκεφάλου, φαίνεται να είναι ο κύριος παράγοντας που οδηγεί σε μειωμένη σεξουαλική επιθυμία και σε αραιή σεξουαλική δραστηριότητα. Επιπλέον, χαρακτηριστικά προσωπικότητας που είναι κοινά στις γυναίκες που πάσχουν από ψυχογενή ανορεξία όπως η καταναγκαστικότητα και η ακαμψία σχετίζονται και αυτά με δυσκολίες στη δημιουργία και διατήρηση ρομαντικών και ερωτικών σχέσεων. Αναφορικά με την ψυχογενή βουλιμία, η παρορμητικότητα και οι δυσκολίες στη ρύθμιση των συναισθημάτων που είναι κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ αυτών των ασθενών, οδηγούν συχνά σε παρορμητικές και αυτοκαταστροφικές σεξουαλικές συμπεριφορές. Επίσης οι γυναίκες με ψυχογενή βουλιμία, βιώνουν έντονη δυσαρέσκεια και απέχθεια για το σώμα τους και συχνά αναφέρονται σε αυτό με θυμό, ντροπή και αηδία, εξαιτίας των διαστρεβλωμένων αντιλήψεων ότι είναι χοντρές και άσχημες. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι παρόλο που μια σειρά ερευνητικών ευρημάτων καταδεικνύει ότι οι ασθενείς με ψυχογενή βουλιμία είναι πιο ενεργές σεξουαλικά και έχουν πιο πολλές σεξουαλικές εμπειρίες από τις ασθενείς με ψυχογενή ανορεξία, και οι δύο ομάδες ασθενών δηλώνουν πιο συχνά από τον γενικό πληθυσμό έλλειψη ικανοποίησης από τις σεξουαλικές τους εμπειρίες. Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής και η σεξουαλικότητα φαίνεται να συσχετίζονται με ποικίλους τρόπους. Οι μεταβλητές που μπορεί να μεσολαβούν σε αυτή τη σχέση είναι: συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προσωπικότητας, χαρακτηριστικά της οικογένειας καταγωγής, η αρνητική εικόνα σώματος και το ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης. Επίσης, η υψηλή συννοσηρότητα των διαταραχών πρόσληψης τροφής με την κατάθλιψη μπορεί να αποτελεί έναν ακόμα παράγοντα που επηρεάζει τη σεξουαλική λειτουργία των πασχουσών. Η θεραπεία της σεξουαλικής δυσλειτουργίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη καθώς οι ασθενείς με διαταραχές πρόσληψης τροφής δεν είναι πρόθυμες να συζητήσουν με τον θεραπευτή για την ερωτική τους ζωή. Ιδιαίτερα στην ψυχογενή ανορεξία ένα μεγάλο μέρος των ασθενών δεν έχει ενεργό ερωτική ζωή, τουλάχιστον μέχρι την αποκατάσταση της διατροφής και του σωματικού βάρους. Οι ασθενείς αυτές είναι απρόθυμες να εμπλακούν στην οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση και αρνούνται να μιλήσουν για την ερωτική ζωή τους.

Λέξεις ευρετηρίου: Διαταραχές πρόσληψης τροφής, σεξουαλικότητα, ψυχογενής ανορεξία, ψυχογενής βουλιμία. 

Β. Κραββαρίτη, Φρ. Γονιδάκης (σελίδα 136) - Πλήρες άρθρο